στοργῆς

στοργῆς
στοργέω
pres ind act 2nd sg (doric)
στοργή
love
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • αντιφίλησις — ἀντιφίλησις, η (Α) ανταπόδοση αγάπης, στοργής …   Dictionary of Greek

  • αστοργία — η (AM ἀστοργία) [άστοργος] η έλλειψη στοργής …   Dictionary of Greek

  • γιαβρής — ο και γιαβρί, το 1. (κυρίως) νεογνό ζώου ή πτηνού 2. (μτφ. για ανθρώπους) αγαπημένος, τρυφερός 3. φρ. «γιαβρούμ!» (ως προσφώνηση στοργής) γιαβρί μου, αγάπη μου, μωρό μου!. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yavru] …   Dictionary of Greek

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδιον — εὐριπίδιον, τὸ (Α) [Ευριπίδης] (ειρων. έκφραση στοργής προς τον Ευριπίδη) (κλητ.) Εὐριπίδιον μικρέ μου Ευριπίδη, Ευριπιδάκι …   Dictionary of Greek

  • ευστοργία — η (Μ εὐστοργία) [εύστοργος] η εκδήλωση πολλής στοργής …   Dictionary of Greek

  • θωπευμάτιον — θωπευμάτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού θώπευμα*) στον πληθ. τα θωπευμάτια μικρές κολακείες, καλοπιάσματα, εκδηλώσεις στοργής και τρυφερότητας («ὡς ἀπὸ μικρῶν εὔνους αὐτῷ θωπευματίων γεγένησαι» πώς τού έχεις κερδίσει την εύνοια με μικρά καλοπιάσματα,… …   Dictionary of Greek

  • ιερότητα — και ιερότη, ἡ (Μ ἱερότης) [ιερός] η ιδιότητα τού ιερού, αγιότητα, αγιοσύνη, οσιότητα νεοελλ. το να είναι κάτι ιερό, σεπτό και απαραβίαστο (α. «η ιερότητα τού όρκου» β. «η ιερότητα τής μητρικής στοργής») μσν. προσωνυμία ή προσφώνηση προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”